- παραμηριδια
- παραμηρίδιαπαρα-μηρίδιατά набедренники Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραμηρίδια — παραμηρίδιος along the thighs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμηρίδιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κατά μήκος τών μηρών 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραμηρίδια οπλισμός τών μηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μηρός + κατάλ. ίδιος] … Dictionary of Greek